- απαρχής
- επίρρ. τροπ., αρχικά, από την αρχή: Μελέτησε το μάθημα απαρχής.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
απαρχής — επίρρ. από την αρχή, απεξαρχής … Dictionary of Greek
ἀπαρχῆς — ἀπαρχή beginning of a sacrifice fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαρχῶν — ἀπάρχης official masc gen pl ἀπαρχή beginning of a sacrifice fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπάρχη — ἀπάρχης official masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπάρχῃ — ἀπάρχης official masc dat sg (attic epic ionic) ἀπάρχω lead the way pres subj mp 2nd sg ἀπάρχω lead the way pres ind mp 2nd sg ἀπάρχω lead the way pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
начало — НАЧАЛ|О (508), А с. 1.Начало, основание, происхождение: ѿ саторьнила же начало ѥреси имѹще. КР 1284, 362а; сниде к намъ с҃нъ б҃ии. безначальныи. бес конца и без начала. ПрЛ XIII, 106б; •а•˫а не(д)лѧ сѹщи въ начало створени˫а ΓΑ XIII–XIV, 139а;… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
начатъкъ — НАЧАТЪК|Ъ (179), А с. 1.Начало, начинание, основание: Въ начатъкъ же таковааго || дѣла събьрасѧ множьство людии. ЖФП XII, 60в–г; Хотѧи поставити монастырь преже да преди гл҃ть ѥп(с)пѹ того града. ˫ако да тамо бывъ мл҃твѹ и кр(с)тъ въдрѹжить. и… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αρχός — ο ο (Α ἀρχός) το ορθό έντερον αρχ. ο αρχηγός, ο στρατηγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρχω. Ο τ. απαντά στον Όμηρο και στον Πίνδαρο για να χαρακτηρίσει «τον αρχηγό», ενώ ο Ιπποκράτης και ο Αριστοτέλης τον χρησιμοποιούν για να δηλώσουν «τον πρωκτό, τον… … Dictionary of Greek
δάσος — Έκταση ακαλλιέργητου εδάφους, στο οποίο αναπτύσσονται ελεύθερα δέντρα με ψηλό κορμό, σε ενώσεις με άλλες βλαστικές μορφές, όπως είναι οι θάμνοι, οι πόες και τα θαλλόφυτα, που διατάσσονται σε ορόφους και από τους οποίους ο ανώτερος συγκροτείται… … Dictionary of Greek
δασός — Έκταση ακαλλιέργητου εδάφους, στο οποίο αναπτύσσονται ελεύθερα δέντρα με ψηλό κορμό, σε ενώσεις με άλλες βλαστικές μορφές, όπως είναι οι θάμνοι, οι πόες και τα θαλλόφυτα, που διατάσσονται σε ορόφους και από τους οποίους ο ανώτερος συγκροτείται… … Dictionary of Greek